αναμάσημα

αναμάσημα
το , αναμάσησις (-εως) η
1) прям. перен. пережёвывание; 2) жвачка (действие); 3) ненужное повторение, тавтология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναμάσημα" в других словарях:

  • αναμάσημα — το, ατος 1. ξαναμάσημα. 2. μτφ., επανάληψη ειπωμένων από τον ίδιο ή από άλλον: Η ομιλία του ήταν ένα αναμάσημα εκείνων που είχαν πει άλλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμάσημα — και αναμάσισμα, το 1. ξαναμάσημα τής τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός 2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές 3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκασμός — ο [αναμηρυκάζω] 1. (για τα μηρυκαστικά ζώα) αναμάσημα, ξαναμάσημα τής τροφής, αναχάραγμα 2. (για τα λόγια) επανάληψη τών λόγων ή θεωριών ενός άλλου, αναμάσημα …   Dictionary of Greek

  • αναμασώ — ( άω) (Α ἀναμασῶμαι) ξαναμασώ, μηρυκάζω νεοελλ. 1. μασώ καλά την τροφή 2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ 3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μασῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής] …   Dictionary of Greek

  • αναμηρύκησις — ἀναμηρύκησις ( εως), η (Α) [ἀναμηρυκῶμαι] αναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα …   Dictionary of Greek

  • παλιλλογία — η (ΑΜ παλιλλογία) [παλιλλογώ] νεοελλ. η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία μσν. αρχ. άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση αρχ. ανακεφαλαίωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»